-
1 πρόθυμος
πρόθῡμος, ον,A ready, willing, eager, π. εἰμι, c. inf., = προθυμέομαι, Hdt.2.3,6.5, al., E.Med. 720, Antipho 5.18 ([comp] Comp.), etc.; π. ἔα πυθέσθαι I was eager to learn, Hdt.2.19;εἶναι ὡς -οτάτοισι συνεξελεῖν Id.1.36
;- ότερος ἐγένου ἐμὲ λαβεῖν Pl.Smp. 220e
: with Art. inserted,τὸ προσταλαιπωρεῖν.. οὐδεὶς π. ἦν Th.2.53
.2 c. gen. objecti, eager for,ὧν π. ἦσθ' ἀεί S.El.3
;χάριν.. ὧν πρόθυμοι γεγενήμεθα Th.3.67
.3 with Preps.,ἐὰν γένῃ π. ἐς τὰ πράγματα Ar.Pl. 209
;παρέσχεν ἑαυτὸν.. -ότατον ἐς τὴν ὀλιγαρχίαν Th.8.68
, cf. 74;προθυμότεροι ἐς τὸ διώκειν X.Cyr.1.4.22
;ἐπί τι Id.HG1.1.34
; πρὸς τὸν πόλεμον ib.1.5.2, cf. Pl. R. 468c, etc.4 abs., Hdt.9.91, E.Ba. 829, Hec. 307, etc.: τὸ πρόθυμον, = προθυμία, Id.Med. 178(lyr.), Pl.Lg. 859b.II bearing goodwill, wishing well, devoted,φύλαξ.. τῇ σῇ π. εἰς ὁδὸν κυναγία S.Aj.37
;π. εἶχ' ὀφθαλμὸν εἰς Ἰάσονα E.Med. 1146
;π. τῇ πόλει X.HG2.3.40
; εἴς τινας ib.6.5.42, Lys.20.31.III Adv.- μως
readily, zealously, actively,Hdt.
1.111, 5.13, etc.; π. υᾶλλον ἢ φίλως with more zeal than kindness, A.Ag. 1591;π. λέγειν Pl.Prt. 327b
;ἐρωτᾶν D.8.38
; ([comp] Sup.);μάχεσθαι X.Ages.2.8
([comp] Sup.);π. ἔχειν πρός τι Pl.Smp. 176c
: [comp] Comp.- ότερον Th.6.80
, X.An.1.4.9, etc.: [comp] Sup.- ότατα Hdt.2.59
, Th.8.68, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόθυμος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский